υπεδεκτο

υπεδεκτο
    ὑπέδεκτο
    эп. 3 л. aor. med. к ὑποδέχομαι См. υποδεχομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπεδεκτο" в других словарях:

  • ὑπέδεκτο — ὑποδέχομαι receive into one s house aor ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»